Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ

  Δεν ξέρω πως αλλά τα πάντα γύρω, ξαφνικά, ρευστοποιήθηκαν. Ο κόσμος έχασε την σταθερή του δομή, όπως ο πηλός όταν θερμανθεί. Όποιος ήθελε, με τα χέρια του μπορούσε να ανοίξει μια τρύπα και να διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα με ένα μόνο βήμα, διαπερνώντας τοίχους, πόλεις και χώρες ολόκληρες. Κάπου κάπου παχύρρευστες δίνες σαν άλλες μαύρες τρύπες, κατάπιναν τα πάντα, χωρίς ωστόσο κανείς να ξέρει τι υπάρχει στην άλλη τους πλευρά.
   Μία τέτοια δίνη ρουφώντας με, με άφησε να πέσω απαλά σε ένα δωμάτιο. Στο Δωμάτιο. Μονομιάς ο θόρυβος έπαψε να υπάρχει. Βαθιά γαλήνη απλώθηκε τριγύρω. Τριγύρω ή μέσα μου. Ζούσα σε μια από εκείνες τις στιγμές -βαθιά ίσως θρησκευτικές- που είτε από αυθυποβολή είτε από πραγματική θεία χάρη, το άτομο νιώθει να ανυψώνεται, να αφήνει τον κόσμο και να πλησιάζει την αιτία της δημιουργίας του. Πού κανείς ίσως ποτέ δεν θα μάθει αν είναι στιγμή διαφυγής και απελευθέρωσης από την σάρκα, ή αυτάρεσκη βουτιά στα βάθη του εγώ.
  Τότε τα αυτιά μου γέμισαν ψιθύρους, από τα βάθη της Ασίας λες φερμένους,  που έκαναν και την παραμικρή τρίχα του κορμιού μου να πάλλεται. Ψιθύρους που με ακολουθούσαν από τα παιδικά μου χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης, όντας τότε ποιο ανοιχτός και εύπλαστος να αποδεχτώ το χάδι μιας άλλης ζωής. Ψιθύρους που η εμφάνισή τους -κάνοντας το γεγονός την μετενσάρκωσης μου τόσο φυσικό- μου έδινε την σιγουριά πως -μόνο σε εμένα- η μοίρα είχε από κάποιο λάθος, ξεχάσει να σβήσει όλες τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής μου. Λάθος που με ανύψωνε σε πρόσωπο μοναδικό.
  Στο Δωμάτιο υπήρχε Αυτός, Αυτή και Εκείνη. Ένα τζάκι αναμμένο στη γωνία συντηρούσε την ζεστασιά ενώ ταυτόχρονα χάριζε φως ηλιοβασιλέματος στους τοίχους. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα πάντα θύμιζαν εκείνη την αμήχανη ατμόσφαιρα, τόσο τυπική όσο και με ξεσπάσματα χαράς και υποκριτικής αγάπης, που την συναντάς πολλές φορές ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα. Πρόσωπα που οι κοινωνικές τους σχέσεις είναι εξαναγκασμένες να υπάρχουν εξαιτίας του κοινού αίματος που ρέει στις φλέβες τους. Εκεί που ο χρόνος σιωπής, καθώς υφαίνει έναν αόρατο ιστό που συνδέει ακατανόητα τις ψυχές των παρόντων, βαραίνει τόσο, ώστε όλοι οι παρευρισκόμενοι βρίσκονται συνεχώς σε αρρωστημένη πνευματική εγρήγορση -όμοια με αυτή ενός αρρώστου την στιγμή του παραληρήματος- προσπαθώντας να βρουν νέο θέμα συζήτησης κάτι ίσως αστείο. Να διαλύσουν όσο ποιο γρήγορα αυτή τη σύνδεση, να μην αφήσουν και την παραμικρή υπόνοια ένωσης με ανθρώπους που κάτω από άλλες περιστάσεις, θα ήταν μισητοί εχθροί.
  Ξαφνικά Εκείνη γύρισε και με κοίταξε στα ματιά ρωτώντας με: Εκείνη τι κάνει; Νιώθοντας ότι η ερώτηση υπέκρυπτε κάτι που οι άλλοι το ήξεραν, που εξηγούσε την μυστήρια ατμόσφαιρα και είχε στόχο να κάνει και εμένα μέτοχο της, ξαφνιάστηκα. Κατάλαβα μονομιάς ότι παίρνοντας λάθος μονοπάτι ανάλυσης της πραγματικότητας, δειγματοληπτώντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα συναισθήματα και γεγονότα, και συγκρίνοντάς τα -ασυνείδητα- με αναμνήσεις παρόμοιων εμπειριών, είχα αποδώσει στις στιγμές μια ατμόσφαιρα αμήχανη και υποκριτική, ενώ τώρα έβλεπα πως ήταν ατμόσφαιρα ευλάβειας, σεβασμού και πραγματικής ευτυχίας. (συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου