Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Το λαούτο του Πετρή


«… Τα ΄χασε. Με χλωμό πρόσωπο ο Πετρής άφησε τον άδειο φοριαμό κι άρχισε να τρέχει προς τη βόρεια πύλη. Οι φλέβες του έσκαγαν, τα δάκρυα τρέμανε, ήθελε να κλάψει μα δεν μπορούσε ακόμα το μέσα του να καταπιεί αυτό που άκουσε. Τρέχει με όση δύναμη έχει μήπως προλάβει το ακαταλόγιστο. Ο ιδρώτας στάζει, τα μάτια τσούζουν, την καρδιά  του δεν τη νιώθει. Μυρίζει κάπνα. Δεν το πιστεύει. Τρέχει κι άλλο. Καπνός, πολύς καπνός. Ανοίγει σαν μανιασμένος τη σιδερένια ποριά και βλέπει αντίκρυ του τη φωτιά. Μια μεγάλη φρέσκια φωτιά. Καρέκλες, τραπέζια, βιβλιοθήκες, παλιές κουβέρτες, παλιοσίδερα. Όλα καίγονται και σιγολιώνουν στις φλόγες.
Το μάτι του γυάλισε. Ή που θα έπεφτε του θανατά μπροστά σε αυτή τη θέα ή που θα ΄χανε το λογικό του για να αντέξει. Ακούει τα ‘’κλάμματα’’ να βγαίνουν απ’ τους καπνούς, τη Γενοβέφα να λιγοψυχάει. Μα πιο πολύ η φεγγαροπρόσωπη. Καιγόταν η φεγγαροπρόσωπη. Ο νους του ‘’ψήλωσε’’. Με άγριες κραυγές, ουρλιαχτά, ανάκατα μύξες και κλάματα, σαν πληγωμένο ζώο, ορμάει μέσα στη φωτιά. Χτυπά με κλωτσιές παλιόξυλα και σιδεριές, ψάχνει σαν το ζουρλισμένο να βρει, να μυρίσει, να ακούσει τις νότες του.
Δυο-τρεις από τα υπόστεγα ορμάνε πάνω του.
-Τι έπαθε ο σαλεμένος;
Του βγάζουν το χιτώνιο, τον τραβάνε μπας και σωθεί.
-Θα  καείς ζωντανός μωρέ διάολε!
Του φωνάζουν μα δεν ακούει. Τους χτυπάει μέσα στις φλόγες. Ψάχνει ακόμα να βρει, δε γίνεται, κάτι θα προλάβει, μια βίδα, μια χορδή, το μπράτσο, το ηχείο, κάτι, κάτι θα προλάβει.
-Θα καείς! Του ξαναφωνάζουν.
Μα είναι ήδη καμμένο το άλλο το μισό. Η μισή του ζωή. Το μέσα του. Το δέρμα θα τον νοιάξει;…»

Γ.Δχ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου