
Μια πόρτα ανοίγει. Κάθομαι. Το μέγεθος των κρεββατιών μου εχει κάνει φοβερή εντύπωση. Δεν ξέρω αν έχω πλήρη αίσθηση των διαστάσεων. Έμοιαζαν τόσο μικρά, παιδικά. Κι όμως μέσα τους βαριανάσαιναν 80 χρόνια ζωής. Λές και το μέγεθος που κέρδισαν τα σώματα μέσα στη διάρκεια της ζωής τους το ξεπουλάνε πίσω με αντάλλαγμα λίγες αναπνοές.
Απο την κατάσταση που βρίσκομαι με βγάζει το άνοιγμα της πόρτας. Στο κατώφλι ξεπροβάλει μια γριούλα. Τόσο μικροκαμωμένη που οντως με έβαλε σε σκέψεις αν βρίσκομαι σε κάποιο παραμύθι.
-Ξαγρυπνάτε και εσείς, με ρωτάει.
-Ναι, αποκρίνομαι μέσα απο τα δόντια.
Τα μάτια της έχουν μια παράξενη λάμψη. Φοβισμένα και χαρούμενα συνάμα. Μελαγχολικά χαρούμενα. Με την μελαγχολία να πηγάζει απο την έλλειψη ικανού για χαρά λόγου.
Δεν περνάει πολύ ώρα και μια νοσοκόμα μπαίνει στο δωμάτιο. Κοιτάζει με έκπληξη τον νέο επισκέπτη.
-Πως βρέθηκες εσύ εδώ;
-Να μια γιαγιά στο άλλο δωμάτιο τελειώνει και...
-Φοβήθηκες και ήρθες εδώ ε; Δεν πειράζει.
-...
Η νοσοκόμα κάτι κοιτάει στο χέρι μου και γυρίζει να φύγει.
-Τέλειωσε; μονολογεί περισσότερο παρά ρωτά η γιαγιά μέσα απο τα δόντια της. Τέλειωσε;
-Όχι ακόμα.
Δεν ξέρω πότε και πως έφυγα απο το νοσοκομείο. Δεν ξέρω καν αν πήγα στ' αλήθεια. Μόνο που αυτές οι δυο λέξεις σφηνώθηκαν στο κεφάλι μου. Άραγε θα μπορέσω να τις ψιθυρίσω και εγώ πριν το τέλος;
-Τέλειωσε. Τέλειωσε.
'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου