Η Δευτέρα πρωί για τον κύριο Νώντα ήταν σαν κάθε Δευτέρα πρωί. Ξύπνησε κατσουφιασμένος και πήγε στην δουλειά. Μόλις άνοιξε την πόρτα του γραφείου, τον χτύπησε στα ρουθούνια εκείνη η γνωστή μυρωδιά. Η μυρωδιά με την οποία δεσμεύουν το χώρο τους τα κτήρια όταν δεν ενοχλούνται από κανέναν. Το καθένα την δική του. Βέβαια ο κύριος Νώντας την μυρωδιά αυτή την είχε συνδέσει με τις ημέρες που έμπαινε στο γραφείο, προσμένοντας όλο αγωνία και άγχος, την επόμενη κρίση πανικού. Την συνήθισε όμως την μυρωδιά, όπως συνήθισε και την κρίση πανικού.
Προχώρησε στο διάδρομο, άνοιξε το παράθυρο και πήρε το παλιό πλαστικό μπουκάλι να το γεμίσει νερό. Όλο έλεγε να το αλλάξει και να πάρει ένα γυάλινο καθώς φοβόταν τον καρκίνο. Αλλά συνεχώς το ανέβαλε λέγοντας ειρωνευόμενος στον εαυτό του, ότι έχει μάθει να ζει την ζωή του στα άκρα. Στο δρόμο για τον ψύκτη πήρε το μάτι του στον διάδρομο ένα σκαθάρι αναποδογυρισμένο. Γέμισε το νερό του, γύρισε και κάθισε.
Θυμήθηκε έναν φίλο του, που είχε ανάγκη από βοήθεια. Ποτέ δεν το είχε πάρει απόφαση να τον βοηθήσει. Στενοχωρήθηκε. Στενοχωρήθηκε και για το σκαθάρι. Θα μπορούσε να το γυρίσει και να του σώσει την ζωή. Αυτό δεν θα του κόστιζε εξάλλου τίποτα και ταυτόχρονα θα ένιωθε καλύτερος άνθρωπος. Όντως σηκώθηκε αργά αργά, το γύρισε και χαμογέλασε.
Μετά από μισή ώρα έχοντας πιει το νερό του - ο γιατρός του είχε βάλει στόχο δύο λίτρα την ημέρα- σηκώθηκε να ξαναγεμίσει το μπουκάλι του. Περνώντας το διάδρομο είδε το σκαθάρι πάλι ανάποδα. "Μεγάλη η χάρη σου. Τα θες και τα παθαίνεις", μονολόγησε καθώς αυτή τη φορά το γύρισε βιαστικά με το πόδι.
Η ώρα περνούσε ακριβώς όπως πάντα. Έφτασε το μεσημέρι και σηκώθηκε να ζεστάνει το φαγητό του. Περνώντας από το διάδρομο, αυτή τη φορά άκουσε ένα κρατς. Σήκωσε τρομαγμένος το πόδι του, και ναι... ήταν το σκαθάρι. Η μάλλον ότι είχε απομείνει από αυτό. Ο κύριος Νώντας πάγωσε. Έχασε την όρεξή του για φαγητό, τον έλουσε κρύος ιδρώτας και έκανε κρυφά εμετό στην τουαλέτα. Έφυγε από την δουλειά του θανάσιμα τρομαγμένος.
Αυτή η τυχαιότητα του σύμπαντος του φαινόταν αβάσταχτη. Ούτε αγάπη, ούτε μίσος. Απλά ένα αδιάφορο κρατς. Για μέρες πεταγόταν στον ύπνο του, νιώθοντας το στα δικά του κόκαλά. Χρειάστηκε την βοήθεια του ψυχολόγου του -δύο ατελείωτες συνεδρίες- μέχρι τελικά να το ξεπεράσει. Του απέμεινε μόνο μια περίεργη συμπεριφορά - δεν ήξερε γιατί αλλά δεν τον ενοχλούσε κιόλας. Όποτε έβλεπε σκαθάρι, ορμούσε και το πατούσε με μανία, μέχρι να σταματήσει να ακούγεται το κρατς.
Αυτή η τυχαιότητα του σύμπαντος του φαινόταν αβάσταχτη. Ούτε αγάπη, ούτε μίσος. Απλά ένα αδιάφορο κρατς. Για μέρες πεταγόταν στον ύπνο του, νιώθοντας το στα δικά του κόκαλά. Χρειάστηκε την βοήθεια του ψυχολόγου του -δύο ατελείωτες συνεδρίες- μέχρι τελικά να το ξεπεράσει. Του απέμεινε μόνο μια περίεργη συμπεριφορά - δεν ήξερε γιατί αλλά δεν τον ενοχλούσε κιόλας. Όποτε έβλεπε σκαθάρι, ορμούσε και το πατούσε με μανία, μέχρι να σταματήσει να ακούγεται το κρατς.