Κάποτε τις βαλίτσες μου άδραξα
-ψυχή τε και σώματι-
ορμώντας κι αλαλάζοντας σαν Ινδιάνος
κραδαίνοντας το εγώ μου
ακούγοντας τροβαδούρους του ουρανού
να διαλαλούν την νίκη μου.
Κι όταν πίσω κοίταξα
η απόσταση που είχα διανύσει
ήτανε μέτρα.
Κάποτε τα γόνατά μου λύγισαν
η ορμή μου τσακίστηκε στις πέτρες
το εγώ μου έβγαλε ρίζες
έφτιαξα πηλό με χώμα και με δάκρυ
σιγοψιθυρίζοντας παράξενους χρησμούς
κι άφησα μέλλον από τα σωθικά μου
μες στο σύμπαν να πετάξει.
Κι όταν πίσω κοίταξα
η απόσταση που είχα διανύσει
ήτανε μέτρα.
Κάποτε σε ένα βρώμικο δωμάτιο τυλίχτηκα
με μοιρολόγια εξορισμένων μαγισσών
διαπιστώνοντας ότι στις χούφτες μου
-τόσο καιρό- είχα μονάχα αέρα
άφησα την φθορά πρώτη φορά
τον έλεγχο να μου πάρει.
Κι όταν πίσω κοίταξα
η απόσταση που είχα διανύσει
ήτανε μέτρα.
Το μόνο που με ενόχλησε
είναι ότι Εσύ
σε αυτά τα μέτρα
δεν φάνηκες
δεν ήρθες απαλά
το χέρι σου στον ώμο μου
να βάλεις.