Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο κύριος Νώντας

     Η Δευτέρα πρωί για τον κύριο Νώντα ήταν σαν κάθε Δευτέρα πρωί. Ξύπνησε κατσουφιασμένος και πήγε στην δουλειά. Μόλις άνοιξε την πόρτα του γραφείου, τον χτύπησε στα ρουθούνια εκείνη η γνωστή μυρωδιά. Η μυρωδιά με την οποία  δεσμεύουν το χώρο τους τα κτήρια όταν δεν ενοχλούνται από κανέναν. Το καθένα την δική του. Βέβαια ο κύριος Νώντας την μυρωδιά αυτή την είχε συνδέσει με τις ημέρες που έμπαινε στο γραφείο, προσμένοντας όλο αγωνία και άγχος, την επόμενη κρίση πανικού. Την συνήθισε όμως την μυρωδιά, όπως συνήθισε και την κρίση πανικού. 
    Προχώρησε στο διάδρομο, άνοιξε το παράθυρο και πήρε το παλιό πλαστικό μπουκάλι να το γεμίσει νερό. Όλο έλεγε να το αλλάξει και να πάρει ένα γυάλινο καθώς φοβόταν τον καρκίνο. Αλλά συνεχώς το ανέβαλε λέγοντας ειρωνευόμενος στον εαυτό του, ότι έχει μάθει να ζει την ζωή του στα άκρα. Στο δρόμο για τον ψύκτη πήρε το μάτι του στον διάδρομο ένα σκαθάρι αναποδογυρισμένο. Γέμισε το νερό του, γύρισε και κάθισε.
    Θυμήθηκε έναν φίλο του, που είχε ανάγκη από βοήθεια. Ποτέ δεν το είχε πάρει απόφαση να τον βοηθήσει.  Στενοχωρήθηκε. Στενοχωρήθηκε και για το σκαθάρι. Θα μπορούσε να το γυρίσει και να του σώσει την ζωή. Αυτό δεν θα του κόστιζε εξάλλου τίποτα και ταυτόχρονα θα ένιωθε καλύτερος άνθρωπος. Όντως σηκώθηκε αργά αργά, το γύρισε και χαμογέλασε.
     Μετά από μισή ώρα έχοντας πιει το νερό του - ο γιατρός του είχε βάλει στόχο δύο λίτρα την ημέρα- σηκώθηκε να ξαναγεμίσει το μπουκάλι του. Περνώντας το διάδρομο είδε το σκαθάρι πάλι ανάποδα. "Μεγάλη η χάρη σου. Τα θες και τα παθαίνεις", μονολόγησε καθώς αυτή τη φορά το γύρισε βιαστικά με το πόδι.
     Η ώρα περνούσε ακριβώς όπως πάντα. Έφτασε το μεσημέρι και σηκώθηκε να ζεστάνει το φαγητό του. Περνώντας από το διάδρομο, αυτή τη φορά άκουσε ένα κρατς. Σήκωσε τρομαγμένος το πόδι του, και ναι... ήταν το σκαθάρι. Η μάλλον ότι είχε απομείνει από αυτό. Ο κύριος Νώντας πάγωσε. Έχασε την όρεξή του για φαγητό, τον έλουσε κρύος ιδρώτας και έκανε κρυφά εμετό στην τουαλέτα. Έφυγε από την δουλειά του θανάσιμα τρομαγμένος.
      Αυτή η τυχαιότητα του σύμπαντος του φαινόταν αβάσταχτη. Ούτε αγάπη, ούτε μίσος. Απλά ένα αδιάφορο κρατς. Για μέρες πεταγόταν στον ύπνο του, νιώθοντας το στα δικά του κόκαλά. Χρειάστηκε την βοήθεια του ψυχολόγου του -δύο ατελείωτες συνεδρίες- μέχρι τελικά να το ξεπεράσει. Του απέμεινε μόνο μια περίεργη συμπεριφορά - δεν ήξερε γιατί αλλά δεν τον ενοχλούσε κιόλας. Όποτε έβλεπε σκαθάρι, ορμούσε και το πατούσε με μανία, μέχρι να σταματήσει να ακούγεται  το κρατς.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Οι μέρες που σε γνώρισα


Οι μέρες που σε γνώρισα
ήταν εκείνες που έβριζες
το ποτάμι που σ’ έφερε
το πέτρινο κρεβάτι που σε γέννησε
κι όλους του Θεούς.

Τότε μιλήσαμε
σώμα με σώμα
με κάθε σπιθαμή
σαν να ήμουν εγώ για σένα
κι εσύ για μένα
με φόντο δυο ‘Αχ’ του ραδιοφώνου
για λαϊκές ερωτικές συνουσίες.

Οι μέρες που σε γνώρισα
ήταν εκείνες που έκλαιγες
για κάθε ξεριζωμένο
από μάνα κι από γη
για κάθε βαρύ χειμώνα
που απεγνωσμένα έψαχνες
τα τζιτζίκια.

Τότε μιλήσαμε
σώμα με σώμα
σαν να ήμουν βέλος
κι εσύ φαρέτρα
ζητώντας μαζί
σε τούτο εδώ το κούμπωμα
Σάββατο βράδυ, γύρω στις δώδεκα,
μιαν Ανάσταση.

Γ.Δχ

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ζεστασιά

Γυρνώ στο πλάι.
Τα γόνατα ενώνω κι αργά στο στήθος μου τα σφίγγω.
Το κεφάλι με πείσμα- με πείσμα περισσό-
αναγκάζω να ακουμπά ανάμεσά τους.
Μέχρι που ο λαιμός μου αντιδρά αγκομαχώντας από πόνο.

Γυρεύω την κοινή κοίτη της Μοναξιάς των ανθρώπων.
Ζεστασιά, ω ναι, ψάχνω και Ζεστασιά.

Μονάχα στην κοίτη της Μοναξιάς βρίσκεις Ζεστασιά
θυμάμαι, να μου ψιθυρίζει ένας παππούς παλιά·
την ώρα που ξεψυχούσε στο διπλανό κρεββάτι.

Στο αιώνιο καλό λοιπόν
εκεί στις εκβολές της Μοναξιάς
ψυχή μου θα βρεις κρύο.

Στο αιώνιο κακό
στου φράγματος τον εξαναγκασμένο συχνωτισμό
φωτιά που θα σε κάψει.

Μονάχα η ζωή, μέσα απ' το παιχνίδισμα της
ελεύθερο σε αφήνει να πλαγιάσεις
στου ποταμιού την κοίτη.

Τεντώνω τα πόδια νευρικά.
Εξαντλημένος. Ιδρωμένος. Σηκώνομαι.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Επταπυργίου


Επταπυργίου 32. Γκύζη.
Σκηνή Πρώτη. Μπαλκόνι με θέα τη δυσάρεστη οσμή των ανίκανων χεριών και των αστείων κεφαλιών. Πάτωμα μωσαϊκό, καθαρισμένο. Ζεστός καφές και ψίχουλα για τα περιστέρια.
Σκηνή Δεύτερη. Ο μπάτσος ουρλιάζει και χτυπάει. Γυναίκα, υποταγή. Μαύρα μαλλιά και φτωχά δάκρυα πλημμυρίζουν το απέναντι μωσαϊκό.
Σκηνή Τρίτη. Ένα τσούρμο γάτες τυλίγονται γύρω από το αλεπουδί μαλλί. Φτυσίματα και βρισιές από δύο πόδια που πατούν σε σίδερα, ανάθεμα πόσα εκατοστά για μπαλκόνι.
Ζωή εκατοστών. Ζωή αστεία.  Δεν το μπορώ έτσι. Θα κοπεί η ανάσα.
Σκηνή Τέταρτη. Σιωπή. Νύχτα. Ρημαδιασμένα όνειρα που δεν είδαν φως, δονούν και ταλαιπωρούν τα σώματα των από πάνω. Σε λίγο θα ξεράσουν την εμετική ανικανότητα τους στο μπαλκόνι μας. Το μωσαϊκό θέλει καθάρισμα.
Η γλάστρα μου γνέφει:
-          Σ ‘ αρέσει  ε;
-          Όχι, της μολογώ, πεθαίνω.
Σκηνή Πέμπτη. Κάτι ξεχασμένες ορμόνες και καύλες ξεπηδούν από το πάτωμα, τους τοίχους, το ταβάνι. Το μπαλκόνι καίει, μυρίζει ιδρώτας.
Καλοκαίρι. Παλιό.
Σκηνή Έκτη. Η γυναίκα επαναστατεί κι η θάλασσα της, πλένει το μωσαϊκό.
Αέρας, δροσιά. Αναπνοή. Αθήνα.
Η γλάστρα μου ξαναγνέφει:
-          Σου αρέσει ε;
-          Ω, ναι , της μολογώ πατώντας χορευτικά τις πατούσες μου στο ξάστερο μωσαϊκό.  
Σκηνή Έβδομη. Ποτέ ξανά. Τέλος.

Γ.Δχ

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Μαρασμός

Πες μου γιαγιά· τι θέλεις στην ζωή σου;
Μια βόλτα κάτω από τις ανθισμένες κουτσουπιές.

Πες μου παππού· τι θέλεις στην ζωή σου;
Για μια στιγμή να σας ακούσω, να γελάτε όπως παιδιά.

Ω, τι απλός που είναι ο Θάνατος.
Ω, τι σοφία κρύβει ο Μαρασμός.