Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Κάποτε

 Κάποτε τις βαλίτσες μου άδραξα

-ψυχή τε και σώματι-

ορμώντας κι αλαλάζοντας σαν Ινδιάνος

κραδαίνοντας το εγώ μου

ακούγοντας τροβαδούρους του ουρανού

να διαλαλούν την νίκη μου.

 

Κι όταν πίσω κοίταξα

η απόσταση που είχα διανύσει

ήτανε μέτρα.

 

Κάποτε τα γόνατά μου λύγισαν

η ορμή μου τσακίστηκε στις πέτρες

το εγώ μου έβγαλε ρίζες

έφτιαξα πηλό με χώμα και με δάκρυ

σιγοψιθυρίζοντας παράξενους χρησμούς

κι άφησα μέλλον από τα σωθικά μου

μες στο σύμπαν να πετάξει.

 

Κι όταν πίσω κοίταξα

η απόσταση που είχα διανύσει

ήτανε μέτρα.

 

Κάποτε σε ένα βρώμικο δωμάτιο τυλίχτηκα

με μοιρολόγια εξορισμένων μαγισσών

διαπιστώνοντας ότι στις χούφτες μου

-τόσο καιρό- είχα μονάχα αέρα

άφησα την φθορά πρώτη φορά

τον έλεγχο να μου πάρει.


Κι όταν πίσω κοίταξα

η απόσταση που είχα διανύσει

ήτανε μέτρα.

 

Το μόνο που με ενόχλησε

είναι ότι Εσύ

σε αυτά τα μέτρα

δεν φάνηκες

δεν ήρθες απαλά

το χέρι σου στον ώμο μου

να βάλεις.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Άλλος Ένας Γύρος

Σε μια ανθισμένη λεμόνια 

δύο το βράδυ καθισμένος,

με πιτζάμες και μπουφάν παλιό

θεωρώντας μυστικά ότι με βλέπει ο κόσμος όλος

πίνω - τάχα βαριά- αλκοόλ 

γιορτάζοντας της μέρας μου την ιστορία 

το άνοιγμα μου στη βαθύτερη αλήθεια 

που όλο και πιο σπάνια συμβαίνει.


Έχω νομίζετε διαφορά -η αξίζω πιότερο;-

από το λιοντάρι που βρυχάται στην ακμή του

μεσάνυχτα πάνω στο λόφο;

ή από το μυρμήγκι που όλο το θέρος 

σπόρους περισσότερους 

από όλη την αποικία του σύναξε;


Δεν έχω σας το λέω με πλήρη επίγνωση.

Ξέρω πόσο ασήμαντη είναι τούτη 

η μεγαλειώδης στιγμή μου.

Μα είναι η ολοδική μου.

Και δεν έχω πια πολλά ολοδικά μου 

-πέρα από τα χρήματα μου-.


Η ησυχία, το τριζονι, τα άστρα, το σκοτάδι 

το μοίρασμα, το δέρμα, η αγάπη 

δεν μου λένε τίποτα από καιρό.

Αφήστε με την στιγμή μου να χαρώ.

Για σας είναι ένα καθόλου

για την ιστορία ένα τίποτα

μα για μένα είναι η στιγμή μου

το γέλιο μου

το δάκρυ μου

το εγώ μου.


Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

ΣΧΟΛΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΑ "6 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΟΥΛΙΑ"

 Δύσκολη εποχή για να γράψεις τραγούδια.

Τραγούδια που να έχουν κάτι να πούνε στο σήμερα. Πως να βρεις θέμα, για τι ακριβώς να μιλήσεις;

Έχουμε χάσει κάθε συνδετικό ιστό μεταξύ μας. Μπορούμε τα πάντα, μόνοι μας. Τι να σου πει ένα τραγούδι, όταν δεν θες να το μοιραστείς;

Η δουλειά του Οδυσσέα Ιωάννου, νιώθω ότι είναι σαν σκάψιμο στα τυφλά, μια προσπάθεια να δημιουργήσει  κάτι που λείπει εκεί έξω, έναν νέο δρόμο στο σήμερα. Μια λύτρωση για το εαυτό του; Δεν ξέρω. Νιώθω θαυμασμό που υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα το προσπαθούν. Μουσική και στίχοι -όχι εύπεπτα- ζωντανεύουν με την ενορχήστρωση καθώς και την φωνή και την ερμηνεία από την Ιουλία Καραπατάκη.

Δεν ξέρω αν μπορεί αυτός ο δίσκος να φτάσει μακριά. Δεν ξέρω αν μετά από χρόνια θα αγγίξει τους ανθρώπους καλύτερα. Προσπαθεί να ενώσει το άγνωστο, να δημιουργήσει δεσμούς που έχουν χαθεί, να μιλήσει για πράγματα που δεν θέλουμε πια να μιλάμε. Δεν έχουμε αποδεχθεί ακόμα, ότι ηθελημένα, έχουμε διαλύσει όλο τον ιστό των δεσμών μας. Όταν το συνειδητοποιήσουμε ίσως τα τραγούδια μας αγγίξουν περισσότερο.

"Έχεις δύο δρόμους να διαλέξεις

Ο ένας εύκολος σαν ψέμα

Να σου υπόσχεται τα πάντα

Ο άλλος έχει μόνο αίμα"    Τραγούδι: Υπάρχει ένας δρόμος

Αλήθεια υπάρχουν ακόμα δύο δρόμοι;


"Γίνομαι ό,τι νομίζουν 

Από πέτρα κοράλλι

για τους άλλους μια άλλη

και για μένα καμμιάΤραγούδι: Κοράλλι

Νοιάζει κανέναν πια, πέρα από την απλή διαπίστωση και πληροφορία;


"Μη με δικάζεις, δεν μπορώ

δεν είναι τώρα η ώρα

Άσε με, βρήκα μια ζωή

Ξεκίνησα και πήγα"  Τραγούδι: Σπίρτα

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο κύριος Νώντας

     Η Δευτέρα πρωί για τον κύριο Νώντα ήταν σαν κάθε Δευτέρα πρωί. Ξύπνησε κατσουφιασμένος και πήγε στην δουλειά. Μόλις άνοιξε την πόρτα του γραφείου, τον χτύπησε στα ρουθούνια εκείνη η γνωστή μυρωδιά. Η μυρωδιά με την οποία  δεσμεύουν το χώρο τους τα κτήρια όταν δεν ενοχλούνται από κανέναν. Το καθένα την δική του. Βέβαια ο κύριος Νώντας την μυρωδιά αυτή την είχε συνδέσει με τις ημέρες που έμπαινε στο γραφείο, προσμένοντας όλο αγωνία και άγχος, την επόμενη κρίση πανικού. Την συνήθισε όμως την μυρωδιά, όπως συνήθισε και την κρίση πανικού. 
    Προχώρησε στο διάδρομο, άνοιξε το παράθυρο και πήρε το παλιό πλαστικό μπουκάλι να το γεμίσει νερό. Όλο έλεγε να το αλλάξει και να πάρει ένα γυάλινο καθώς φοβόταν τον καρκίνο. Αλλά συνεχώς το ανέβαλε λέγοντας ειρωνευόμενος στον εαυτό του, ότι έχει μάθει να ζει την ζωή του στα άκρα. Στο δρόμο για τον ψύκτη πήρε το μάτι του στον διάδρομο ένα σκαθάρι αναποδογυρισμένο. Γέμισε το νερό του, γύρισε και κάθισε.
    Θυμήθηκε έναν φίλο του, που είχε ανάγκη από βοήθεια. Ποτέ δεν το είχε πάρει απόφαση να τον βοηθήσει.  Στενοχωρήθηκε. Στενοχωρήθηκε και για το σκαθάρι. Θα μπορούσε να το γυρίσει και να του σώσει την ζωή. Αυτό δεν θα του κόστιζε εξάλλου τίποτα και ταυτόχρονα θα ένιωθε καλύτερος άνθρωπος. Όντως σηκώθηκε αργά αργά, το γύρισε και χαμογέλασε.
     Μετά από μισή ώρα έχοντας πιει το νερό του - ο γιατρός του είχε βάλει στόχο δύο λίτρα την ημέρα- σηκώθηκε να ξαναγεμίσει το μπουκάλι του. Περνώντας το διάδρομο είδε το σκαθάρι πάλι ανάποδα. "Μεγάλη η χάρη σου. Τα θες και τα παθαίνεις", μονολόγησε καθώς αυτή τη φορά το γύρισε βιαστικά με το πόδι.
     Η ώρα περνούσε ακριβώς όπως πάντα. Έφτασε το μεσημέρι και σηκώθηκε να ζεστάνει το φαγητό του. Περνώντας από το διάδρομο, αυτή τη φορά άκουσε ένα κρατς. Σήκωσε τρομαγμένος το πόδι του, και ναι... ήταν το σκαθάρι. Η μάλλον ότι είχε απομείνει από αυτό. Ο κύριος Νώντας πάγωσε. Έχασε την όρεξή του για φαγητό, τον έλουσε κρύος ιδρώτας και έκανε κρυφά εμετό στην τουαλέτα. Έφυγε από την δουλειά του θανάσιμα τρομαγμένος.
      Αυτή η τυχαιότητα του σύμπαντος του φαινόταν αβάσταχτη. Ούτε αγάπη, ούτε μίσος. Απλά ένα αδιάφορο κρατς. Για μέρες πεταγόταν στον ύπνο του, νιώθοντας το στα δικά του κόκαλά. Χρειάστηκε την βοήθεια του ψυχολόγου του -δύο ατελείωτες συνεδρίες- μέχρι τελικά να το ξεπεράσει. Του απέμεινε μόνο μια περίεργη συμπεριφορά - δεν ήξερε γιατί αλλά δεν τον ενοχλούσε κιόλας. Όποτε έβλεπε σκαθάρι, ορμούσε και το πατούσε με μανία, μέχρι να σταματήσει να ακούγεται  το κρατς.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Οι μέρες που σε γνώρισα


Οι μέρες που σε γνώρισα
ήταν εκείνες που έβριζες
το ποτάμι που σ’ έφερε
το πέτρινο κρεβάτι που σε γέννησε
κι όλους του Θεούς.

Τότε μιλήσαμε
σώμα με σώμα
με κάθε σπιθαμή
σαν να ήμουν εγώ για σένα
κι εσύ για μένα
με φόντο δυο ‘Αχ’ του ραδιοφώνου
για λαϊκές ερωτικές συνουσίες.

Οι μέρες που σε γνώρισα
ήταν εκείνες που έκλαιγες
για κάθε ξεριζωμένο
από μάνα κι από γη
για κάθε βαρύ χειμώνα
που απεγνωσμένα έψαχνες
τα τζιτζίκια.

Τότε μιλήσαμε
σώμα με σώμα
σαν να ήμουν βέλος
κι εσύ φαρέτρα
ζητώντας μαζί
σε τούτο εδώ το κούμπωμα
Σάββατο βράδυ, γύρω στις δώδεκα,
μιαν Ανάσταση.

Γ.Δχ